Όταν
έπεφτε το τείχος του Βερολίνου το 1989,
οι Ευρωπαϊκές ελίτ πανηγύριζαν το
θρίαμβο της Δύσης επί του τότε υπαρκτού
κομμουνισμού και ευαγγελίζονταν το
τέλος της ιστορίας. Σήμερα τείχη υψώνονται
παντού: στην Παλαιστίνη, στα σύνορα του
Μεξικού, στη Σαχάρα, τώρα στον Έβρο, το
πρώτο της Ευρώπης από το 1989. Άλλα τείχη
επίσης κτίζονται στις μεγαλουπόλεις
μας όπου φτιάχνονται γκέτο πλουσίων
για να προστατεύουν τους έχοντες από
τους φτωχούς, τους μετανάστες, τους
αστέγους.
Η
ανακοίνωση ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει
το χτίσιμο τείχους στα σύνορα με την
Τουρκία για να αποτρέψει την είσοδο
μεταναστών, ολοκληρώνει την εικόνα της
ηθικής και πολιτισμικής της χρεοκοπίας.
Το τείχος αυτό είναι τείχος του αίσχους.
Το τείχος του Βερολίνου δεν μπόρεσε να
στυλώσει το καθεστώς (κρατώντας τους
διαφωνούντες μέσα). Το τείχος του Έβρου
προσπαθεί να μας «προστατεύσει»
κλείνοντας εμάς τους «προνομιούχους»
μέσα, και αφήνοντας τους άλλους, τους
ανεπιθύμητους απ' έξω. Μας βάζει παράδοξα
στην τροχιά μετα-αποικιοκρατικής
κοινωνίας, παρότι δεν περάσαμε
αποικιοκρατία, και συμπληρώνει τη λογική
της τρόικας. Τα τείχη δήθεν κρατάνε τον
άλλο απ' έξω, η τρόικα ορίζει πώς θα ζουν
οι μέσα. Συμβολικά το τείχος του Έβρου
είναι τείχος φυλακής: θα φυλακίζει όλους
εμάς ένθεν, τους άλλους εκείθεν. Είτε
μέσα είτε έξω, περιορισμός, εγκλεισμός,
αποκλεισμός είναι η τύχη όλων. Οι
μετανάστες γίνονται εξιλαστήρια θύματα
για να παραπλανήσουν τους εντόπιους
για τη δική τους τύχη.
Η προσπάθεια να κρατήσεις τον άλλο, τον ξένο, έξω, μακριά είναι αυτοκαταστροφική. Ο άλλος είναι δίπλα μας, ήταν πάντα μέσα, συστατικό κομμάτι της ομαδικής και ατομικής ταυτότητας. Ο ελληνικός πολιτισμός δημιουργήθηκε και ανανεώνεται μέσα από τη σχέση με τον άλλο που οι Έλληνες συναντούσαν στα ταξίδια τους ανά τη Γη. Υπάρχουμε σαν πολιτισμός επειδή η Αθήνα γνώρισε και έμαθε από την Αίγυπτο και την Αφρική, κατά τον Martin Bernal. Υπάρχουμε σαν άτομα επειδή είμαστε ξένοι στους εαυτούς μας, όπως λέει η Julia Kristeva. Το να προσπαθήσεις να κρατήσεις τον άλλο μακριά είναι σαν να κόβεις το χέρι σου, σαν να αρνείσαι την ταυτότητά σου, σαν να πιστεύεις ότι μπορείς να ξορκίσεις το ασυνείδητο. Αλλά το απωθημένο πάντα θα επιστρέφει και θα τιμωρεί τους υβριστές (τόσο με την κλασική όσο και με την τρέχουσα έννοια). Το τείχος είναι χτυπητό παράδειγμα του φόβου και της δειλίας μιας μικρόψυχης εξουσίας (αλλά, υπάρχουν κι άλλες;) Μιας ανόητης εξουσίας που πιστεύει ότι η περίκλειση του εαυτού και ο αποκλεισμός του άλλου δημιουργούν ασφάλεια.
Αλλά υπάρχουν και τα θετικά του νέου χρόνου. Τώρα που ξέρουμε ότι η θεραπεία του μνημονίου είναι χειρότερη από την ασθένεια, ίσως να καταλάβει η Ευρώπη ότι Ελλάδα ήταν το λάθος πειραματόζωο. Όταν οι φοιτητές στο Λονδίνο φώναζαν «θα το κάνουμε Αθήνα», όταν οι Γάλλοι και Άγγλοι πολιτικοί μιλούν για την ελληνική αντίσταση με τρόμο και δέος, ο ρόλος της Ελλάδας στην αναβίωση της ιδέας της Ευρώπης γίνεται ολοφάνερος.
Ο όρος «κρίση νομιμοποίησης» περιγράφει τη μαζική απώλεια εμπιστοσύνης στο εξ ορισμού εύθραυστο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο δεν μπορεί πλέον να συγκεντρώνει τη λαϊκή συγκατάθεση σε μια ισορροπία ισχύος τόσο κατάφωρα και άδικα οργανωμένη κατά των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται όταν το κενό που πάντα υπάρχει ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, γίνεται αγεφύρωτο χάσμα και ο ισχυρισμός των ελίτ ότι εκφράζουν το κοινό συμφέρον δεν πείθει πια κανέναν.
Αυτή την κρίση πλησιάζουμε τώρα στην Ελλάδα και πιθανόν στην Ευρώπη. Τα τείχη είναι κομμάτι μιας γενικότερης πολιτικής για την οποία η μόνη απάντηση στα προβλήματα είναι αστυνομικής και διοικητικής μορφής. Αλλά μπορούμε να αντιταχθούμε στο χτίσιμο τειχών, υλικών ή ψυχικών. Εκεί, γύρω από το τείχος θα παιχτούν οι τύχες του τόπου. Παρά τη μελαγχολία των ημερών τείνω να είμαι αισιόδοξος.
Η προσπάθεια να κρατήσεις τον άλλο, τον ξένο, έξω, μακριά είναι αυτοκαταστροφική. Ο άλλος είναι δίπλα μας, ήταν πάντα μέσα, συστατικό κομμάτι της ομαδικής και ατομικής ταυτότητας. Ο ελληνικός πολιτισμός δημιουργήθηκε και ανανεώνεται μέσα από τη σχέση με τον άλλο που οι Έλληνες συναντούσαν στα ταξίδια τους ανά τη Γη. Υπάρχουμε σαν πολιτισμός επειδή η Αθήνα γνώρισε και έμαθε από την Αίγυπτο και την Αφρική, κατά τον Martin Bernal. Υπάρχουμε σαν άτομα επειδή είμαστε ξένοι στους εαυτούς μας, όπως λέει η Julia Kristeva. Το να προσπαθήσεις να κρατήσεις τον άλλο μακριά είναι σαν να κόβεις το χέρι σου, σαν να αρνείσαι την ταυτότητά σου, σαν να πιστεύεις ότι μπορείς να ξορκίσεις το ασυνείδητο. Αλλά το απωθημένο πάντα θα επιστρέφει και θα τιμωρεί τους υβριστές (τόσο με την κλασική όσο και με την τρέχουσα έννοια). Το τείχος είναι χτυπητό παράδειγμα του φόβου και της δειλίας μιας μικρόψυχης εξουσίας (αλλά, υπάρχουν κι άλλες;) Μιας ανόητης εξουσίας που πιστεύει ότι η περίκλειση του εαυτού και ο αποκλεισμός του άλλου δημιουργούν ασφάλεια.
Αλλά υπάρχουν και τα θετικά του νέου χρόνου. Τώρα που ξέρουμε ότι η θεραπεία του μνημονίου είναι χειρότερη από την ασθένεια, ίσως να καταλάβει η Ευρώπη ότι Ελλάδα ήταν το λάθος πειραματόζωο. Όταν οι φοιτητές στο Λονδίνο φώναζαν «θα το κάνουμε Αθήνα», όταν οι Γάλλοι και Άγγλοι πολιτικοί μιλούν για την ελληνική αντίσταση με τρόμο και δέος, ο ρόλος της Ελλάδας στην αναβίωση της ιδέας της Ευρώπης γίνεται ολοφάνερος.
Ο όρος «κρίση νομιμοποίησης» περιγράφει τη μαζική απώλεια εμπιστοσύνης στο εξ ορισμού εύθραυστο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο δεν μπορεί πλέον να συγκεντρώνει τη λαϊκή συγκατάθεση σε μια ισορροπία ισχύος τόσο κατάφωρα και άδικα οργανωμένη κατά των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται όταν το κενό που πάντα υπάρχει ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, γίνεται αγεφύρωτο χάσμα και ο ισχυρισμός των ελίτ ότι εκφράζουν το κοινό συμφέρον δεν πείθει πια κανέναν.
Αυτή την κρίση πλησιάζουμε τώρα στην Ελλάδα και πιθανόν στην Ευρώπη. Τα τείχη είναι κομμάτι μιας γενικότερης πολιτικής για την οποία η μόνη απάντηση στα προβλήματα είναι αστυνομικής και διοικητικής μορφής. Αλλά μπορούμε να αντιταχθούμε στο χτίσιμο τειχών, υλικών ή ψυχικών. Εκεί, γύρω από το τείχος θα παιχτούν οι τύχες του τόπου. Παρά τη μελαγχολία των ημερών τείνω να είμαι αισιόδοξος.
*Ο
Κ. Δουζίνας είναι Καθηγητής και Διευθυντής
του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών
στο Πανεπιστήμιο Birkbeck του Λονδίνου.
8/1/2011
Δρόμος: Τεύχος 47
Δρόμος: Τεύχος 47