Μαριαγγέλα
Βέικου
Πριν
από λίγο καιρό και καθώς η κρίση αυξάνεται
χωρίς να φαίνεται κανένα ορατό τέλος
σ’ αυτή, η κυβέρνηση δείχνει να θέλει
να πετύχει νομοθετικά κέρδη σε κάποιο
άλλο τομέα. Η μεταναστευτική μεταρρύθμιση
παρουσιάζεται σαν καλός τομέας για
τέτοιου είδους προσπάθειες. Τα δύο
μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα, που εκφράζουν
την πλειοψηφία του εκλογικού δυναμικού,
πέρα από την μέχρι τώρα κοινή, μάλλον,
φιλελεύθερη πολιτισμική τους ατζέντα,
τώρα δείχνουν πάλι να συμφωνούν σε νέες
εντεινόμενες πολιτικές πολώσεις ως
προς τους μετανάστες στην χώρα μας.
Ενόψει της νέας εποχής που χαρακτηρίζεται
από επείγουσα ανάγκη για κάθε είδους
μέτρα λιτότητας (περικοπή επιδομάτων,
μισθών, δημόσιων υπηρεσιών και εκτεταμένης
περιστασιακής εργασίας) οι μετανάστες
περισσότερο από ποτέ είναι και πάλι οι
αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Συγκεκριμένα,
η κυβέρνηση δέχθηκε εκτιμήσεις για το
πόσοι είναι οι μη καταγεγραμμένοι
μετανάστες που εισέρχονται ανά μήνα
στην ελληνική επικράτεια και αποφάσισε,
σε συνεργασία με την αντιπολίτευση, για
το νέο σχέδιο νόμου όσον αφορά το
μεταναστευτικό ζήτημα και τα “μη
προστατευόμενα” σύνορά μας. Οι παράτυποι
μετανάστες αντιμετωπίζονται με την
λογική οτι πρώτον εισβάλλουν στην χώρα
παρά την επιθυμία της, δεύτερον οτι
αφαιρούν τις δουλειές από το εντόπιο
δυναμικό και κατεβάζουν τα ημερομίσθιά
τους, και τρίτον ότι εισάγουν γλωσσικά
και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που
θέτουν σε κίνδυνο τον πολιτισμό μας.
Άρα, ο καλύτερος τρόπος για να
αντιμετωπίσουμε την παράτυπη μετανάστευση
είναι, καθώς φαίνεται από τα μέτρα που
πρόκειται να παρθούν, να στρατικοποιήσουμε
τα σύνορα και εν προκειμένω να ανυψώσουμε
ένα φράχτη. Κάθε πτυχή της παραπάνω
λογικής είναι ξεκάθαρα λανθασμένη –
δεν χρειάζεται εδώ να εξηγήσουμε το
γιατί αφού έχει γραφτεί πολλές φορές
στις μελετές ειδικών ιδιαίτερα τα
τελευταία χρόνια.
Για το τελευταίο σημείο όμως και συγκεκριμένα τον φράκτη πρέπει να πούμε κάτι. Ότι δηλαδή, τα τελευταία είκοσι χρόνια ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής, όπου ειδικά η παράτυπη μετανάστευση έχει αντιμετωπιστεί ως κατεξοχήν ζήτημα της αστυνομίας, υπάρχουν πολύ λίγα θετικά αποτελέσματα να επιδείξουμε. Άλλωστε, όσον αφορά την ανύψωση του φράχτη, μπορούμε να πάρουμε μαθήματα από αντίστοιχες εμπειρίες άλλων κρατών – όπως η περίπτωση των νοτίων συνόρων των ΗΠΑ- όπου δημοσιευμένες μελέτες κοινωνιολόγων αποδεικνύουν πως αν σε κάτι χρησίμευσε η στρατικοποίηση των συνόρων ήταν στο να καταστήσει το ανθρώπινο λαθρεμπόριο πολύ πιο επαγγελματική και εξελιγμένη επιχείρηση. Δεδόμενου, πως η ανάγκη για μετανάστευση, και από τις δύο πλευρές – τόσο των μεταναστών όσο και της εγχώριας οικονομίας-, παραμένει και εντείνεται, εξυπακούεται πως η πραγματικότητα αυτή θα υπερισχύσει πάνω από κάθε προσπάθεια καταστολής της. Αν χτιστεί φράχτης, θα χτιστεί σήραγγα κάτω απ’ αυτόν ή θα βρεθούν νέες διαδρομές προσπέλασης.
Οι πρακτικές στρατικοποίησης των συνόρων δεν αποτελούν τη λύση του προβλήματος. Αντίθετα τέτοιες πρακτικές επιτείνουν το πρόβλημα στην Ελλάδα, το ότι δηλαδή οι μετάναστες παραμένουν περισφιγμένοι, ιδίως μέσα στις πόλεις, χωρίς νόμιμο καθεστώς με ένα έντονο αίσθημα δυσφορίας που κάνει την θέση τους ακόμα πιο ευάλωτη και εκμεταλλεύσιμη. Από την άλλη, το αίσθημα δυσφορίας παρατηρείται και στον ντόπιο πληθυσμό ο οποίος αναζητεί και αυτός διεξόδους που εκδηλώνονται άσχημα με συμπεριφορές αδιαφορίας στην καλύτερη περίπτωση και έντονης εχθρότητας στην χειρότερη. Αυτή η καταστροφική κατάσταση θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η πολιτική αναζητούσε τρόπους για να ρυθμίσει και να νομιμοποιήσει τόσο την εισροή των μεταναστών όσο και την παραμονή τους αντί να προσπαθεί να την εξαλείψει. Στον καθημερινό λόγο, έτσι όπως αυτός αποτυπώνεται στα ΜΜΕ, αντικατοπτρίζεται επίσης η αναποφασιστικότητα και η αμηχανία της μεταναστευτικής πολιτικής. Ο κόσμος φαίνεται να αναγνωρίζει πως ένας φράχτης ενέχει μια κάποια βαρβαρότητα, από την άλλη το κλίμα της εχθρότητας είναι αποφασιστικό. Το μόνο στοιχείο ανθρωπιάς που μας έχει απομείνει είναι να βάλουμε στο φράχτη κισσό!
Η Μαριαγγέλα Βέικου είναι Δρ. Κοινωνικών Επιστημών με ειδίκευση στα θέματα μετανάστευσης.