Μία πρόσφατη έρευνα ρίχνει φως στη δυσκολία ανδρών και γυναικών προσφύγων
να αναζητήσουν βοήθεια, μετά από κάποιο περιστατικό κακοποίησης.
Κορίνα ΠετρίδηVICE
Φωτογραφία αρχείου: VICE Greece |
Για δύο μήνες, από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο του 2018, οι ερευνήτριες και
ερευνητές του Κέντρου Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα,
συνάντησαν 146 άτομα σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Έβρο, και Λέσβο. Στόχος τους ήταν
να καταγράψουν πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για έναν πρόσφυγα, άντρα ή γυναίκα,
ενήλικο ή μη, να αναζητήσει βοήθεια μετά από ένα περιστατικό έμφυλης βίας.
Απο τα 146 άτομα που συνάντησαν για τις ανάγκες της έρευνας, οι 78 ήταν
επαγγελματίες (ψυχολόγοι, αστυνομικοί, διευθυντές και εργαζόμενοι σε ΜΚΟ,
διεθνείς και δημόσιους φορείς) και οι υπόλοιποι 68 πρόσφυγες επιζώντες έμφυλης
βίας. Έτσι, οι ερευνητές εστιάζοντας στο βίωμα των προσφύγων και στην εμπειρία
των ειδικών, κατέγραψαν πόσο προσβάσιμες είναι οι υπηρεσίες αντιμετώπισης
έμφυλης βίας σε κάθε camp και ποια είναι τα βασικότερα εμπόδια που συναντούν οι
πρόσφυγες με βάση το φύλο και την ηλικία τους όταν και εάν αποφασίσουν να αναζητήσουν
βοήθεια. Η έρευνα τελικά κατέληξε σε μία πολυσέλιδη έκθεση, στην οποία
πέρα από τα τελικά ευρήματα παρουσιάζονται και αποσπάσματα των συνεντεύξεων που
διενεργήθηκαν.
Όσον αφορά στον γυναικείο προσφυγικό πληθυσμό, η Μαρία Λιάπη, επιστημονική
υπεύθυνη του κέντρου Διοτίμα αλλά και της παρούσας έρευνας, εντοπίζει τρία
βασικά εμπόδια στην αναζήτηση υποστήριξης μετά από ένα περιστατικό έμφυλης
βίας.
ΜΕΛΠΟΜΈΝΗ ΜΑΡΑΓΚΊΔΟΥ
Αρχικά, παρατηρεί ότι το σύστημα των παρεχόμενων υπηρεσιών μεταβάλλεται
διαρκώς, με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να αδυνατούν να πλοηγηθούν μέσα σε αυτό.
Με λίγα λόγια, επιζώσες που αποφασίζουν να αναζητήσουν βοήθεια, συχνά
παραπέμπονται από υπηρεσία σε υπηρεσία, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να
διηγούνται επανειλημμένα ένα τραυματικό περιστατικό ή να εκφράζουν τις ανάγκες
που προκύπτουν εξαιτίας αυτό.
Όπως εξηγεί, «η κατάσταση αυτή, σε όλες τις περιπτώσεις, έχει ως αποτέλεσμα
να καλούνται οι επιζώσες να εκθέσουν επαναλαμβανόμενα τα αιτήματα και τις
ανάγκες τους, διαδικασία η οποία χειροτερεύει το αίσθημα της απελπισίας που
βιώνουν, και παραβιάζει την αρχή της μη πρόκλησης βλάβης (“do no harm
principle”), καθώς μέσω αυτής της αναγκαστικής επαναλαμβανόμενης αφήγησης των
συμβάντων, οι γυναίκες είναι πολύ πιθανό να επανα-τραυματιστούν».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και μέλος της κοινότητας όταν ερωτήθηκε σχετικά,
στο πλαίσιο της έρευνας: «Και όταν πας και θες να βρεις κάποιον ή έναν
κοινωνικό λειτουργό, δεν είναι εύκολο για μας, γιατί θα σου κλείσουν ένα
ραντεβού και στη συνέχεια ένα άλλο, από ραντεβού σε ραντεβού. Δεν είναι
εύκολο».
Από τις συνεντεύξεις προέκυψε, επίσης, ότι εκκρεμότητες σε σχέση με το
νομικό καθεστώς ορισμένων γυναικών ή επείγουσες οικονομικές, στεγαστικές και
άλλες υλικές ανάγκες συχνά τις αποτρέπει από το να αναζητήσουν βοήθεια.
Τέλος, ο περιορισμένος αριθμός γυναικών διερμηνέων δεν επιτρέπει σε πολλές
επιζώσες να νιώσουν άνετα προκειμένου να καταγγείλουν το περιστατικό. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει η κα Λιάπη, «για μία επιζώσα, η/ο διερμηνέας δεν
θεωρείται ουδέτερη/-ος διαμεσολαβήτρια/-της, αλλά το φύλο, το εθνογλωσσικό
υπόβαθρο, η συμπεριφορά και ο επαγγελματισμός της/του είναι κρίσιμης σημασίας».
Από την έρευνα πεδίου προέκυψε, επίσης, ότι από το σύνολο των δομών, οι
υπηρεσίες αντιμετώπισης έμφυλης βίας ήταν λιγότερο προσβάσιμες στον Έβρο. Στο
Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) που λειτουργεί εκεί, δεν παρέχονται
υπηρεσίες υποστήριξης για τους επιζώντες έμφυλης βίας. Η πλησιέστερη δομή
βρίσκεται στην Αλεξανδρούπολη και η έλλειψη διαθέσιμων μεταφορικών μέσων για
την περιοχη αποτρέπει πάρα πολλούς πρόσφυγες από το να καταγγείλουν μία
κακοποιητική συμπεριφορά και να αιτηθούν βοήθειας
«Γενικά, ο Έβρος ως περιοχή αντιμετωπίζεται ως πέρασμα. Και αυτό
δημιουργεί κενά σε όλες τις διαδικασίες. Και, προφανώς, η έμφυλη βία
είναι μία από αυτές», αναφέρει χαρακτηριστικά πάροχος υπηρεσιών στην
περιοχή.
Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι, δε, οι ελλείψεις στην υποστήριξη ανήλικων
επιζώντων, αγοριών ή κοριτσιών. Οι συνεντεύξεις με τους παρόχους υπηρεσιών
κατέδειξαν ότι μικρή είναι η μέριμνα γύρω από τον συγκεκριμένο πληθυσμό όσον
αφορά στην πρόληψη και διαχείριση τέτοιων περιστατικών. Συγκεκριμένα, η κα
Λιάπη σημειώνει ότι «στους ξενώνες δεν υπάρχει πολιτική διασφάλισης παιδικής
προστασίας που να εφαρμόζεται από όλα τα μέλη του προσωπικού, παρατηρείται
έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ικανού να εντοπίζει σημάδια κακοποίησης, με
αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη δυσκολία ως προς τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού
περιβάλλοντος που να ενθαρρύνει την αποκάλυψη και να διασφαλίζει παράλληλα τη
σωστή διαχείριση των περιστατικών».
Συγκεκριμένα, πληροφοριοδότης-κλειδί σημειώνει κατά τη διάρκεια της
συνέντευξης πως «το προσωπικό των καταφυγίων ανέφερε τραγικά χαμηλά
ποσοστά ασυνόδευτων ανηλίκων που αποκάλυψαν σεξουαλική κακοποίηση. Το
γεγονός αυτό δεν μας λέει ότι κανένα από αυτά τα παιδιά δεν είναι
κακοποιημένο, αλλά ότι το σύστημα είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε
αυτά τα παιδιά να μην μας το λένε ποτέ, ποτέ να μην το μαθαίνουμε»
LAURENT LAUGHLIN
Τέλος, η έρευνα δείχνει ότι άνδρες επιζώντες σεξουαλικής βίας
αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία να εκφραστούν σε άνδρες επαγγελματίες και
ομοεθνείς διερμηνείς. Το γεγονός, δε, ότι το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν έχει
μεριμνήσει για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών σε άνδρες, αποθαρρύνει
πολλούς επιζώντες να αποκαλύψουν την κακοποίηση που έχουν δεχτεί. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα ελάχιστοι πρόσφυγες να έχουν πρόσβαση σε ασφαλή στέγαση, δηλαδή
διαμορφωμένους ξενώνες, και συχνά να αναγκάζονται να ζουν σε κοντινή απόσταση
από τους θύτες. Στα εμπόδια αυτά έρχεται να προστεθεί η δυσκολία πλοήγησης στις
διάφορες αρμόδιες υπηρεσίες που αναφέρθηκαν και παραπάνω.
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ένιωθα ότι όπου και να πήγαινα ήταν
άσκοπο. Ήταν σκέτη ταλαιπωρία να βρω το μέρος όπου έπρεπε να πάω να
επαναλάβω τις ίδιες ιστορίες από την αρχή, ιστορίες επώδυνες για μένα,
τις κακοτυχίες μου», διηγείται στους ερευνητές πρώην χρήστης της υπηρεσίας.
Τα τελευταία χρόνια, συγκεκριμένα την περίοδο 2016-2018, φαίνεται να έχουν
σημειωθεί σημαντικά βήματα όσον αφορά στην αντιμετώπιση περιστατικών έμφυλης
βίας. Τα βιώματα, ωστόσο, των ίδιων των επιζώντων, καθώς και η καθημερινή τριβή
των επαγγελματιών με το ζήτημα δείχνουν ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά κενά στην
κάλυψη αναγκών.
Σύμφωνα με την κα Λιάπη, το επόμενο διάστημα είναι σημαντικό να δοθεί
ειδικό βάρος στη διεύρυνση του συστήματος πρόληψης και αντιμετώπισης της
έμφυλης βίας, με τρόπο που να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες των ανήλικων και των
ανδρών επιζώντων. Σημαντικό βήμα θα αποτελέσει, επίσης, η περαιτέρω κατανόηση
των πολιτισμικών και εθνογλωσσικών διαφορών, προκειμένου οι παρεχόμενες
υπηρεσίες σε αυτόν τον πληθυσμό να καταστούν περισσότερο αποτελεσματικές και
προσβάσιμες στον συγκεκριμένο πληθυσμό.
16/1/2020