Χρυσούλα Σαμουρίδου
ΕΡΤ Ορεστιάδας
Τους 35 έχουν φτάσει μέχρι σήμερα οι νεκροί πρόσφυγες και μετανάστες που μεταφέρθηκαν στη διάρκεια του 2019 στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης.
Στην πλειοψηφία των περιστατικών αυτών, αιτία θανάτου είναι ο πνιγμός. Συγκεκριμένα, 14 ήταν τα άτομα που πνίγηκαν στον ποταμό Έβρο, 11 πέθαναν από υποθερμία, 8 έχασαν τη ζωή τους σε τροχαία δυστυχήματα και 2 στη σιδηροδρομική γραμμή. Ο αριθμός των περιστατικών είναι, προς το παρόν, ελαφρά μειωμένος σε σχέση με το 2018, που οι νεκροί πρόσφυγες και μετανάστες είχαν φτάσει τους 39.
Μιλώντας στην ΕΡΤ Ορεστιάδας, ο αναπληρωτής καθηγητής ιατροδικαστικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Παύλος Παυλίδης, που βρίσκεται εδώ και μία 20ετια στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, έκανε λόγο για «άλλη μία χρονιά που δεν κλείνει καλά».
Μιλώντας στην ΕΡΤ Ορεστιάδας, ο αναπληρωτής καθηγητής ιατροδικαστικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Παύλος Παυλίδης, που βρίσκεται εδώ και μία 20ετια στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, έκανε λόγο για «άλλη μία χρονιά που δεν κλείνει καλά».
Αναλύοντας περαιτέρω τα στοιχεία των περιστατικών, ο κ. Παυλίδης παρατήρησε ότι οι πνιγμοί παραμένουν εδώ και χρόνια κύρια αιτία θανάτου. «Ο ποταμός είναι επικίνδυνος με τα απότομα ρεύματά του», ανέφερε συγκεκριμένα και πρόσθεσε πως «οι άνθρωποι που περνούν με τις βάρκες από τη μία όχθη στην άλλη, επειδή δεν μπορούν να έχουν μαζί τους αποσκευές, αφενός για να προφυλαχτούν από το κρύο αφετέρου επειδή δεν μπορούν αλλιώς να μεταφέρουν ρουχισμό, φορούν πολλά ρούχα επάνω τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, εάν βρεθούν μέσα στο νερό, τα πολλά αυτά ρούχα να μετατρέπονται σε “βαρίδια” και να αυξάνουν τις πιθανότητες του πνιγμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν τους φέρνουμε στο ιατροδικαστικό εργαστήριο, βλέπουμε να φορούν 3-4 παντελόνια και 5-6 μπλούζες. Επιπλέον, περνούν συνήθως νύχτα, σε ένα μέρος εντελώς άγνωστο, οι περισσότεροι δεν ξέρουν κολύμπι. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι επιβαρυντικοί στα περιστατικά πνιγμού». Επιπλέον, όπως σημείωσε ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, «το κακό με τα περιστατικά αυτά είναι ότι τα θύματα μπορεί να βρεθούν μετά από πολύ καιρό. Μπορεί να βρούμε νεκρό και μετά από 3-4 μήνες ή να μην τον βρούμε και καθόλου», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παυλίδης.
Εξάλλου, όπως εξήγησε ο ίδιος, πολλές φορές και τα περιστατικά υποθερμίας οφείλονται στο επικίνδυνο πέρασμα από τον Έβρο, όπως η περίπτωση των δύο γυναικών αφρικανικής καταγωγής που εντοπίστηκαν νεκρές πριν από λίγες ημέρες. «Φάνηκε ότι πέρασαν το ποτάμι, ήταν βρεγμένα όλα τα ρούχα τους, πιθανόν κάθισαν κάπου να ξεκουραστούν, αλλά εκεί ίσως αποκοιμήθηκαν και πέθαναν», είπε ο κ. Παυλίδης.
Όσον αφορά το “προφίλ” των νεκρών, ο κ. Παυλίδης παρατήρησε πως «από το 2000 και μέχρι το 2012, άνω του 95% των νεκρών ήταν άνδρες νεαρής ηλικίας (18-25 ετών), που είχαν σκοπό να φτάσουν στην Ευρώπη για να δουλέψουν. Από το 2012, και μετά τον πόλεμο στη Συρία, αυτό έχει αλλάξει, έχουμε θύματα και αρκετές γυναίκες πλέον, αρκετά παιδιά και άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτό σημαίνει ότι, δεν περνάει πια μόνο ο νεαρός μετανάστης, αλλά και οικογένειες».
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν τους φέρνουμε στο ιατροδικαστικό εργαστήριο, βλέπουμε να φορούν 3-4 παντελόνια και 5-6 μπλούζες. Επιπλέον, περνούν συνήθως νύχτα, σε ένα μέρος εντελώς άγνωστο, οι περισσότεροι δεν ξέρουν κολύμπι. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι επιβαρυντικοί στα περιστατικά πνιγμού». Επιπλέον, όπως σημείωσε ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, «το κακό με τα περιστατικά αυτά είναι ότι τα θύματα μπορεί να βρεθούν μετά από πολύ καιρό. Μπορεί να βρούμε νεκρό και μετά από 3-4 μήνες ή να μην τον βρούμε και καθόλου», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παυλίδης.
Εξάλλου, όπως εξήγησε ο ίδιος, πολλές φορές και τα περιστατικά υποθερμίας οφείλονται στο επικίνδυνο πέρασμα από τον Έβρο, όπως η περίπτωση των δύο γυναικών αφρικανικής καταγωγής που εντοπίστηκαν νεκρές πριν από λίγες ημέρες. «Φάνηκε ότι πέρασαν το ποτάμι, ήταν βρεγμένα όλα τα ρούχα τους, πιθανόν κάθισαν κάπου να ξεκουραστούν, αλλά εκεί ίσως αποκοιμήθηκαν και πέθαναν», είπε ο κ. Παυλίδης.
Όσον αφορά το “προφίλ” των νεκρών, ο κ. Παυλίδης παρατήρησε πως «από το 2000 και μέχρι το 2012, άνω του 95% των νεκρών ήταν άνδρες νεαρής ηλικίας (18-25 ετών), που είχαν σκοπό να φτάσουν στην Ευρώπη για να δουλέψουν. Από το 2012, και μετά τον πόλεμο στη Συρία, αυτό έχει αλλάξει, έχουμε θύματα και αρκετές γυναίκες πλέον, αρκετά παιδιά και άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτό σημαίνει ότι, δεν περνάει πια μόνο ο νεαρός μετανάστης, αλλά και οικογένειες».
Τραγωδίες και στις αναζητήσεις
Ο κ. Παυλίδης αναφέρθηκε και στις αναζητήσεις των νεκρών, από τους συγγενείς τους, οι οποίες, όπως είπε, είναι πολύ συχνές. «Υπάρχουν πάρα πολλές αναζητήσεις, αλλά, δυστυχώς, πολλές φορές πρόκειται για σορούς που δεν έχουν εντοπιστεί ούτε από την ελληνική ούτε από την τουρκική πλευρά. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι πολλούς νεκρούς δεν τους “έβγαλε” ακόμη ο ποταμός».
Η συναισθηματική φόρτιση, ωστόσο, είναι πολύ μεγαλύτερη όταν η αναζήτηση αφορά μικρά παιδιά. «Είναι η στιγμή που συγκλονίζει περισσότερο, είτε πρέπει να ελεγχθεί ιατροδικαστικά ένα νεκρό παιδί, είτε αναζητείται από κάποιον συγγενή του.
Πριν από 2 περίπου χρόνια ήρθε ένας παππούς στο γραφείο μου και αναζητούσε τη νύφη και τα τρία εγγόνια του. Ο άνθρωπος αυτός, όλο αυτό το διάστημα, δεν έχει βρει τίποτα. Παραπλήσιο και το περιστατικό του πατέρα που έχασε τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, που είχαν χαθεί στον ποταμό Έβρο. Βρέθηκε και αναγνωρίστηκε το ένα παιδί, το παραδώσαμε στον πατέρα, το άλλο παιδί, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονταν στα ψυγεία κάποιου νοσοκομείου της Τουρκίας ή είχε ταφεί, ακόμα αναζητά το τρίτο παιδί και τη γυναίκα του. Κάθε περιστατικό είναι και μία τραγωδία. Τα συγγενικά πρόσωπα που αναζητούν, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη θρησκεία τους, είναι άνθρωποι και απαιτείται να τους δείχνουμε απόλυτο σεβασμό. Φανταστείτε τη μάνα που ποτέ δεν έλαβε το τηλεφώνημα του παιδιού της, ότι πέρασε τα σύνορα και βρίσκεται κάπου στην Ευρώπη…» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παυλίδης.
Εξήγησε, τέλος, ότι από κάθε νεκρό λαμβάνεται δείγμα DNA και το αποστέλλεται στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Αθήνας, όπου βρίσκεται η βάση δεδομένων. «Οπότε, εάν κάποιος ενδιαφέρεται να βρει συγγενικό του πρόσωπο, άσχετα εάν το πρόσωπο αυτό έχει πεθάνει πρόσφατα ή πριν από χρόνια, μπορούμε να κάνουμε ταυτοποίηση. Ξέροντας πού έχουμε θάψει τον συγκεκριμένο άνθρωπο, μπορούνε να αποδώσουμε τον νεκρό στους συγγενείς. Έχει γίνει πολλές φορές αυτό», ανέφερε ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης.
Ο κ. Παυλίδης αναφέρθηκε και στις αναζητήσεις των νεκρών, από τους συγγενείς τους, οι οποίες, όπως είπε, είναι πολύ συχνές. «Υπάρχουν πάρα πολλές αναζητήσεις, αλλά, δυστυχώς, πολλές φορές πρόκειται για σορούς που δεν έχουν εντοπιστεί ούτε από την ελληνική ούτε από την τουρκική πλευρά. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι πολλούς νεκρούς δεν τους “έβγαλε” ακόμη ο ποταμός».
Η συναισθηματική φόρτιση, ωστόσο, είναι πολύ μεγαλύτερη όταν η αναζήτηση αφορά μικρά παιδιά. «Είναι η στιγμή που συγκλονίζει περισσότερο, είτε πρέπει να ελεγχθεί ιατροδικαστικά ένα νεκρό παιδί, είτε αναζητείται από κάποιον συγγενή του.
Πριν από 2 περίπου χρόνια ήρθε ένας παππούς στο γραφείο μου και αναζητούσε τη νύφη και τα τρία εγγόνια του. Ο άνθρωπος αυτός, όλο αυτό το διάστημα, δεν έχει βρει τίποτα. Παραπλήσιο και το περιστατικό του πατέρα που έχασε τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, που είχαν χαθεί στον ποταμό Έβρο. Βρέθηκε και αναγνωρίστηκε το ένα παιδί, το παραδώσαμε στον πατέρα, το άλλο παιδί, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκονταν στα ψυγεία κάποιου νοσοκομείου της Τουρκίας ή είχε ταφεί, ακόμα αναζητά το τρίτο παιδί και τη γυναίκα του. Κάθε περιστατικό είναι και μία τραγωδία. Τα συγγενικά πρόσωπα που αναζητούν, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη θρησκεία τους, είναι άνθρωποι και απαιτείται να τους δείχνουμε απόλυτο σεβασμό. Φανταστείτε τη μάνα που ποτέ δεν έλαβε το τηλεφώνημα του παιδιού της, ότι πέρασε τα σύνορα και βρίσκεται κάπου στην Ευρώπη…» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παυλίδης.
Εξήγησε, τέλος, ότι από κάθε νεκρό λαμβάνεται δείγμα DNA και το αποστέλλεται στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Αθήνας, όπου βρίσκεται η βάση δεδομένων. «Οπότε, εάν κάποιος ενδιαφέρεται να βρει συγγενικό του πρόσωπο, άσχετα εάν το πρόσωπο αυτό έχει πεθάνει πρόσφατα ή πριν από χρόνια, μπορούμε να κάνουμε ταυτοποίηση. Ξέροντας πού έχουμε θάψει τον συγκεκριμένο άνθρωπο, μπορούνε να αποδώσουμε τον νεκρό στους συγγενείς. Έχει γίνει πολλές φορές αυτό», ανέφερε ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης.
19/12/2019