Ιωάννα
Λαλιώτου
Γιορτινές
ημέρες και η είδηση της ανέγερσης
συνοριακού τείχους στον Εβρο προκαλεί
αρχικά διανοητικό μούδιασμα και μετά
συμπτώματα αφωνίας. Η πρόταση του τείχους
αποκαλύπτει συγκλονιστικά το όραμα
μιας πολιτικής ηγεσίας που φαντάζεται
το έθνος ως μια εν-τειχισμένη εθνική
επικράτεια και μας καλεί να φανταστούμε
και εμείς την Ελλάδα ως μια διευρυμένη
φρουρούμενη κοινότητα (gated community). Είναι
σαφές ότι η συγκεκριμένη επιλογή του
υπουργείου Προστασίας του Πολίτη έχει
έναν ιδιαίτερα συμβολικό και πολιτικό
χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα στερείται
πραγματικής αιτιολόγησης ως προς τα
αναμενόμενα απτά αποτελέσματα που το
τείχος του Εβρου θα επιφέρει στην
εμπέδωση της ασφάλειας και της ευημερίας
των κατοίκων αυτής της χώρας.
Ποια
είναι όμως τα πραγματικά δεδομένα τα
οποία η πολιτική ηγεσία οφείλει να
αντιμετωπίσει;
1. Η Ελλάδα (δεν) αντιμετωπίζει περίπου τα τελευταία 15 χρόνια το φαινόμενο της δραματικής πύκνωσης των ποικίλων μορφών διασυνοριακής κινητικότητας ολοένα αυξανόμενων αριθμών μεταναστών και προσφύγων. Η εγκατάσταση των μετακινούμενων ανθρώπων και η δημιουργία ποικίλων μεταναστευτικών και προσφυγικών κοινοτήτων στα κέντρα των πόλεων και στις συνοικίες αναπτύχθηκε ανεξέλεγκτα εγκαθιστώντας επί μέρους δίκτυα δι-εθνικής ροής ανθρώπων, αγαθών, ιδεών, κουλτούρας. Στο σμίξιμο αυτών των δικτύων και κυρίως στα αμέτρητα σημεία όπου αυτά επικοινωνούν με τον κυρίαρχο ιστό της ιθαγενούς ελληνικής κοινωνίας αναπτύχθηκαν τριβές, συγκρούσεις, βίαιες πρακτικές και εγκληματικές πράξεις. Ελειψαν παντελώς οι επίσημες πολιτικές καταγραφής του φαινομένου, εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, ανθρωπιστικής αλληλεγγύης και συνδρομής, εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής σε συνθήκες κινητικότητας, ενσωμάτωσης κτλ.
2. Στο διάστημα αυτό η μετανάστευση και η προσφυγιά συνδέθηκαν στο εθνικό φαντασιακό με την εγκληματικότητα. Έλειψαν οι θετικές αναπαραστάσεις των μεταναστών που δέχθηκε η χώρα. Έλειψαν, επίσης, οι πολιτισμικές αναφορές που θα συνέδεαν τους μετανάστες με τα αφηγήματα της προόδου και του εκσυγχρονισμού που έτειναν να καταστούν ηγεμονικά στη συνείδηση των ελλήνων πολιτών μέχρι πρότινος. Αντίθετα, καθώς η παρουσία των μεταναστών στο αστικό και στο αγροτικό τοπίο γινόταν ολοένα πιο φυσική, αναπτύχθηκαν παράλληλα διαδικασίες σταδιακής φυσικοποίησης του ρατσισμού και της άσκησης βίας στις σχέσεις μεταξύ ιθαγενών και μετακινούμενων. Έτσι, συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ως απολύτως δικαιολογημένες και αυτονόητες τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, με κριτήριο την ελληνικότητά τους ή μη, και την εφαρμογή ιεραρχικών κριτηρίων με βάση την εθνικότητα/τη φυλή/το θρήσκευμα στις καθημερινές πρακτικές τόσο στο επίπεδο της επίσημης πολιτικής όσο και σε εκείνο των κοινωνικών δράσεων, των διαπροσωπικών σχέσεων και των επαγγελματικών διακανονισμών. Στο πλαίσιο αυτό και κάτω από τις συνθήκες που επέτεινε η οικονομική κρίση και επέβαλαν η επιδεικτική εγκατάλειψη του αστικού χώρου και η επίσημη κατάργηση κάθε έγνοιας για το δημόσιο και το κοινό, βιώνουμε σήμερα την έκρηξη μιας γενικευμένης βίας στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
1. Η Ελλάδα (δεν) αντιμετωπίζει περίπου τα τελευταία 15 χρόνια το φαινόμενο της δραματικής πύκνωσης των ποικίλων μορφών διασυνοριακής κινητικότητας ολοένα αυξανόμενων αριθμών μεταναστών και προσφύγων. Η εγκατάσταση των μετακινούμενων ανθρώπων και η δημιουργία ποικίλων μεταναστευτικών και προσφυγικών κοινοτήτων στα κέντρα των πόλεων και στις συνοικίες αναπτύχθηκε ανεξέλεγκτα εγκαθιστώντας επί μέρους δίκτυα δι-εθνικής ροής ανθρώπων, αγαθών, ιδεών, κουλτούρας. Στο σμίξιμο αυτών των δικτύων και κυρίως στα αμέτρητα σημεία όπου αυτά επικοινωνούν με τον κυρίαρχο ιστό της ιθαγενούς ελληνικής κοινωνίας αναπτύχθηκαν τριβές, συγκρούσεις, βίαιες πρακτικές και εγκληματικές πράξεις. Ελειψαν παντελώς οι επίσημες πολιτικές καταγραφής του φαινομένου, εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, ανθρωπιστικής αλληλεγγύης και συνδρομής, εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής σε συνθήκες κινητικότητας, ενσωμάτωσης κτλ.
2. Στο διάστημα αυτό η μετανάστευση και η προσφυγιά συνδέθηκαν στο εθνικό φαντασιακό με την εγκληματικότητα. Έλειψαν οι θετικές αναπαραστάσεις των μεταναστών που δέχθηκε η χώρα. Έλειψαν, επίσης, οι πολιτισμικές αναφορές που θα συνέδεαν τους μετανάστες με τα αφηγήματα της προόδου και του εκσυγχρονισμού που έτειναν να καταστούν ηγεμονικά στη συνείδηση των ελλήνων πολιτών μέχρι πρότινος. Αντίθετα, καθώς η παρουσία των μεταναστών στο αστικό και στο αγροτικό τοπίο γινόταν ολοένα πιο φυσική, αναπτύχθηκαν παράλληλα διαδικασίες σταδιακής φυσικοποίησης του ρατσισμού και της άσκησης βίας στις σχέσεις μεταξύ ιθαγενών και μετακινούμενων. Έτσι, συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ως απολύτως δικαιολογημένες και αυτονόητες τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, με κριτήριο την ελληνικότητά τους ή μη, και την εφαρμογή ιεραρχικών κριτηρίων με βάση την εθνικότητα/τη φυλή/το θρήσκευμα στις καθημερινές πρακτικές τόσο στο επίπεδο της επίσημης πολιτικής όσο και σε εκείνο των κοινωνικών δράσεων, των διαπροσωπικών σχέσεων και των επαγγελματικών διακανονισμών. Στο πλαίσιο αυτό και κάτω από τις συνθήκες που επέτεινε η οικονομική κρίση και επέβαλαν η επιδεικτική εγκατάλειψη του αστικού χώρου και η επίσημη κατάργηση κάθε έγνοιας για το δημόσιο και το κοινό, βιώνουμε σήμερα την έκρηξη μιας γενικευμένης βίας στο επίπεδο της καθημερινής ζωής.
3. Και το φαινόμενο
εξελίσσεται. Σήμερα όλοι οι δείκτες
υποδεικνύουν ότι αυτή η εντατικοποίηση
της αναγκαστικής κινητικότητας δεν
έχει ακόμη κορυφωθεί και ότι οι άνθρωποι
θα συνεχίζουν να μετακινούνται όλο και
πιο μαζικά. Όποιος έχει βρεθεί έστω και
ευκαιριακά σε χώρες εκτός του δυτικού
κόσμου και ιδιαίτερα στην Αφρική, στη
Μέση Ανατολή και στη Νοτιοδυτική Ασία
δεν μπορεί παρά να θεωρήσει τη μαζική
μετανάστευση ως ένα αναπότρεπτο ιστορικό
συμβάν μεγάλης διάρκειας και έντασης.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σύμφωνα με
τον ΟΗΕ περίπου ένα δισεκατομμύριο
άνθρωποι ζουν σήμερα σε παραγκουπόλεις
(slums) και ο αριθμός αυτός θα διπλασιαστεί
ως το 2030. Την ίδια στιγμή η συνεχιζόμενη
δημογραφική αύξηση του ανθρώπινου
πληθυσμού παγκοσμίως αναμένεται να
αυξήσει κατά τρία δισεκατομμύρια τους
αστικούς πληθυσμούς του πλανήτη μέσα
στα επόμενα 40 χρόνια, ενώ 90% αυτών των
ανθρώπων αναμένεται να ζουν σε φτωχές
πόλεις. Ο αμερικανός κοινωνιολόγος και
στοχαστής Μάικ Ντέιβις έχει χαρακτηρίσει
αυτό το εξελισσόμενο φαινόμενο ως ένα
«πλανητικό έλλειμμα ευκαιριών και
κοινωνικής δικαιοσύνης», καταλήγοντας
στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι «κανείς
μας δεν έχει την παραμικρή ιδέα πώς ένας
πλανήτης παραγκουπόλεων με αυξανόμενες
διατροφικές και ενεργειακές ανάγκες
και κρίσεις θα εξασφαλίσει τη βιολογική
επιβίωση και ακόμη λιγότερο την
ικανοποίηση των αναπόφευκτων προσδοκιών
των ανθρώπων για ευτυχία και αξιοπρέπεια»,
Μike Davies, «Living on the Ιce Shelf: Ηumanity΄s Μeltdown»
(2008) http://www. tomdispatch. com/post/174949 (πρόσβαση:
26.1.2010). Μπορεί, αλήθεια, κανείς εχέφρων άνθρωπος να υποστηρίξει ότι το οποιοδήποτε τείχος μερικών χιλιομέτρων μπορεί να αποτρέψει τη μετακίνηση ανθρώπων διαμέσου των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πολυάριθμες μελέτες αντίστοιχων εγχειρημάτων έχουν αποδείξει την παντελή αναποτελεσματικότητα των συνοριακών τειχών στη μείωση του αριθμού των προσφύγων.
26.1.2010). Μπορεί, αλήθεια, κανείς εχέφρων άνθρωπος να υποστηρίξει ότι το οποιοδήποτε τείχος μερικών χιλιομέτρων μπορεί να αποτρέψει τη μετακίνηση ανθρώπων διαμέσου των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πολυάριθμες μελέτες αντίστοιχων εγχειρημάτων έχουν αποδείξει την παντελή αναποτελεσματικότητα των συνοριακών τειχών στη μείωση του αριθμού των προσφύγων.
4.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, είναι
σαφές ότι σήμερα δεν καλούμαστε ως
ελληνική πολιτεία και κοινωνία να
λύσουμε το θέμα της παγκόσμιας
κινητικότητας. Αντίθετα, θεωρώντας ως
δεδομένη τη συνεχή αύξηση του αριθμού
των μεταναστών προσφύγων στη χώρα μας,
καλούμαστε να ορίσουμε τους ρυθμιστικούς
κανόνες συνύπαρξης διαφορετικών
πληθυσμιακών ομάδων στο εσωτερικό της
ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας του
μέλλοντος. Η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει
ότι τα σύνορα φυλάσσονται αποτελεσματικότερα
μέσα από την εμπέδωση συνθηκών ασφάλειας
της ζωής και της ευημερίας των ανθρώπων
που κατοικούν ή διέρχονται από μια χώρα,
των οικείων αλλά και των φιλοξενούμενων.
Η πρόσφατη απόφαση μερικού εν-τειχισμού της εθνικής επικράτειας μοιάζει να παραγνωρίζει όλα τα παραπάνω δεδομένα. Απουσιάζει η τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της προσδοκώμενης αποτελεσματικότητας του δραστικού αυτού μέτρου. Αυτή η απουσία μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια επιλογή που δεν στηρίζεται σε κριτήρια ορθής διακυβέρνησης αλλά, αντίθετα, σε ηθικολογίες στενού πολιτικού και κομματικού υπολογισμού. Σε μια χώρα φοβισμένων και εξοργισμένων ταυτόχρονα πολιτών, στην οποία βιώνουμε τη ραγδαία παρακμή των συνθηκών και των όρων της καθημερινής μας ζωής, η πολιτική ηγεσία εξαγγέλλει την κατασκευή τείχους που θα διασφαλίσει, τάχα, την κοινωνική ειρήνη και την ασφάλειά μας. Αν δεν επρόκειτο για ένα μέτρο που θα στοιχίσει πολλές ανθρώπινες ζωές και θα ενισχύσει τα οικονομικά οφέλη των εμπόρων και διακινητών μεταναστών και προσφύγων, τότε θα λέγαμε ότι είναι απλώς ένα κακόγουστο δείγμα αστείας μικροπολιτικής. Στις σημερινές, όμως, ακραίες πολιτικές συνθήκες, το συγκεκριμένο εγχείρημα πρέπει να αποτραπεί ως εγκληματική ενέργεια ενάντια στη ζωή και στην ευημερία όλων μας, μετακινούμενων προσφύγων αλλά και πολιτών αυτής της χώρας.
Η πρόσφατη απόφαση μερικού εν-τειχισμού της εθνικής επικράτειας μοιάζει να παραγνωρίζει όλα τα παραπάνω δεδομένα. Απουσιάζει η τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της προσδοκώμενης αποτελεσματικότητας του δραστικού αυτού μέτρου. Αυτή η απουσία μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια επιλογή που δεν στηρίζεται σε κριτήρια ορθής διακυβέρνησης αλλά, αντίθετα, σε ηθικολογίες στενού πολιτικού και κομματικού υπολογισμού. Σε μια χώρα φοβισμένων και εξοργισμένων ταυτόχρονα πολιτών, στην οποία βιώνουμε τη ραγδαία παρακμή των συνθηκών και των όρων της καθημερινής μας ζωής, η πολιτική ηγεσία εξαγγέλλει την κατασκευή τείχους που θα διασφαλίσει, τάχα, την κοινωνική ειρήνη και την ασφάλειά μας. Αν δεν επρόκειτο για ένα μέτρο που θα στοιχίσει πολλές ανθρώπινες ζωές και θα ενισχύσει τα οικονομικά οφέλη των εμπόρων και διακινητών μεταναστών και προσφύγων, τότε θα λέγαμε ότι είναι απλώς ένα κακόγουστο δείγμα αστείας μικροπολιτικής. Στις σημερινές, όμως, ακραίες πολιτικές συνθήκες, το συγκεκριμένο εγχείρημα πρέπει να αποτραπεί ως εγκληματική ενέργεια ενάντια στη ζωή και στην ευημερία όλων μας, μετακινούμενων προσφύγων αλλά και πολιτών αυτής της χώρας.
Ιωάννα
Λαλιώτου ,επίκουρη
καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας